- εξεύχομαι
- ἐξεύχομαι (Α) [εύχομαι]1. καυχιέμαι («γένος τ' ἄν ἐξεύχοιο», Αισχύλ.)2. ποθώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξεύχομαι — boast aloud pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξευχόμεσθα — ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 1st pl ἐξεύχομαι boast aloud pres ind mp 1st pl ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεύχετο — ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεύχεται — ἐξεύχομαι boast aloud pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεύχοιο — ἐξεύχομαι boast aloud pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηύχου — ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξευγμένα — διά ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp neut nom/voc/acc pl διεξευγμένᾱ , διά ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp fem nom/voc/acc dual διεξευγμένᾱ , διά ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεύχετ' — ἐξεύχετο , ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg ἐξεύχεται , ἐξεύχομαι boast aloud pres ind mp 3rd sg ἐξεύχετο , ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξευγμένων — σύν ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp fem gen pl σύν ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek